μισθωτός

μισθωτός
3411 μισθωτός
{сущ., 4}
наемник, наемный слуга или работник.
Ссылки: Мк. 1:20; Ин. 10:12, 13.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μισθωτός" в других словарях:

  • μισθωτός — hired masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτός — και μιστωτός, ή, ό (ΑΜ μισθωτός, ή, όν, Μ και μιστωτός, ή, όν) [μισθώνω] αυτός που εισπράττει μισθό για την εργασία την οποία παρέχει, έμμισθος υπάλληλος ή εργάτης νεοελλ. (νομ.) (στη μίσθωση εργασίας) ο εκμισθωτής, δηλαδή αυτός που είναι… …   Dictionary of Greek

  • μισθωτός — ο θηλ. ή αυτός που πληρώνεται με μισθό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισθωτόν — μισθωτός hired masc acc sg μισθωτός hired neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτοῖς — μισθωτός hired masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτοί — μισθωτός hired masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτούς — μισθωτός hired masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτῆς — μισθωτός hired fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτέ — μισθωτός hired masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτῷ — μισθωτός hired masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτώ — μισθωτός hired masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»